παμμήτορος

παμμήτορος
παμμήτωρ
mother of all
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παμμήτωρ — παμμήτωρ, ορος, ἡ (Α) 1. η μητέρα όλων («τῆς παμμήτορος καὶ γενεσιουργοῡ φύσεως», Κλήμ. Αλ.) 2. αληθινή, πραγματική μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο μήτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”